- ανοησία
- ημωρία, κουταμάρα: Πολλές φορές αποκαλούμε ανοησίες εκείνα που δε συμφωνούν με τις απόψεις μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνοησία — ἀνοησίᾱ , ἀνοησία want of understanding fem nom/voc/acc dual ἀνοησίᾱ , ἀνοησία want of understanding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοησίᾳ — ἀνοησίᾱͅ , ἀνοησία want of understanding fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοησία — η (Α ἀνοησία) η ιδιότητα του ανόητου, βλακεία, απερισκεψία νεοελλ. συνεκδ. ανόητη πράξη ή λόγος αρχ. το ακατάληπτο, το ακατανόητο … Dictionary of Greek
ἀνοησίας — ἀνοησίᾱς , ἀνοησία want of understanding fem acc pl ἀνοησίᾱς , ἀνοησία want of understanding fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοησίαν — ἀνοησίᾱν , ἀνοησία want of understanding fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύφω — Α 1. σηκώνω καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῑα τύφειν καπνόν», Ηρόδ.) 2. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 3. (μτβ.) α) περιβάλλω με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», Αριστοφ.) β) γεμίζω κάτι με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ… … Dictionary of Greek
άνοια — Ελάττωση της νοημοσύνης που αυξάνεται σιγά σιγά και δεν επανέρχεται. Οφείλεται σε σχετικές με το γήρας αγγειακές και νευρικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου ή είναι αποτέλεσμα παθήσεών του, όπως συμβαίνει μερικές φορές κατά την πορεία της επιληψίας,… … Dictionary of Greek
έμπληξις — ἔμπληξις, η (Α) εμπληξία, ανοησία … Dictionary of Greek
αγνωμιά — και ανεγνωμιά, η [άγνωμος] 1. έλλειψη γνώμης ή βουλήσεως, αναποφασιστικότητα, δισταγμός 2. ανοησία, επιπολαιότητα, απερισκεψία … Dictionary of Greek
αγροικία — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… … Dictionary of Greek